νεοσπάρακτος

νεοσπάρακτος
νεο-σπάρακτος [pron. full] [ᾰ], ον,
A newly torn, Sch.Ar.Eq.344.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεοσπάρακτος — νεοσπάρακτος, ον (Α) νεοσπαραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπαράσσω] …   Dictionary of Greek

  • νεοσπάρακτον — νεοσπάρακτος newly torn masc/fem acc sg νεοσπάρακτος newly torn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”